- λευχειμονώ
- (AM λευχειμονῶ, -έω) [λευχείμων]φορώ λευκά ενδύματα, είμαι ντυμένος στα άσπρα («θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης Μοίρας λευχειμονούσας», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευχειμονῶ — λευχειμονέω to be clad in white pres subj act 1st sg (attic epic doric) λευχειμονέω to be clad in white pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)